- ἀποτρέπεται
- ἀποτρέπωturn away frompres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση … Dictionary of Greek
βενζίνη — Καύσιμο μείγμα υδρογονανθράκων προερχόμενο από το πετρέλαιο ή παραγόμενο συνθετικά. Η σύνθεση της β. ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής της, έτσι ώστε να έχουμε διαφορετικές β. Γενικά, με τον όρο αυτό εννοούνται υγρά μείγματα… … Dictionary of Greek
δυσαπότρεπτος — η, ο (AM δυσαπότρεπτος, ον) αυτός που δύσκολα αποτρέπεται ή αποφεύγεται … Dictionary of Greek
κιγκλίδωμα — Περίφραγμα από μέταλλο, ξύλο ή μάρμαρο, το οποίο τοποθετείται σε ανοίγματα και εξώστες κτιρίων. Χρησιμοποιείται για τον περιορισμό ενός ή για τον διαχωρισμό δύο χώρων, επιτρέποντας την οπτική επικοινωνία. Δείγματα κ. από την κλασική αρχαιότητα… … Dictionary of Greek
παραιτητός — όν, Α [παραιτούμαι] 1. αυτός τον οποίο είναι δυνατόν κανείς να καταπραΰνει, να εξιλεώσει, να εξευμενίσει με παρακλήσεις ή δεήσεις («τὸ δὲ παραιτητούς αὖ θεοὺς εἶναι τοῑς ἀδικοῡσι, δεχομένους δῶρα», Πλάτ.) 2. αυτός ο οποίος αποκρούεται ή… … Dictionary of Greek
στερεοχημικός — ή, ό, Ν [στερεοχημεία] χημ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοχημεία 2. φρ. «στερεοχημική παρεμπόδιση» χαρακτηριστικό τής μοριακής δομής, σύμφωνα με το οποίο ορισμένα μόρια, κυρίως οργανικών ενώσεων, παρουσιάζουν τέτοια διάταξη τών… … Dictionary of Greek
συμβουλευτικός — ή, ό / συμβουλευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβουλεύω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («νόμος συμβουλευτικός... οὐ βιαστικός», Πλάτ.) 2. (ρητ.) (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο… … Dictionary of Greek
τάριχος — (I) ο, ΜΑ, και τάριχος, ίχους και ίχεος και τάριχον, τὸ, Α 1. σώμα νεκρού διατηρημένο με ταρίχευση, μούμια 2. κρέας, ψάρι ή άλλο εδώδιμο τού οποίου η σήψη αποτρέπεται με αλάτισμα, κάπνισμα ή ξήρανση στον αέρα (αρχ) μτφ. (για πρόσ.) ανόητος,… … Dictionary of Greek